- πλανωμένα
- πλανωμένᾱ , πλανάωcause to wanderpres part mp fem nom/voc/acc dualπλανωμένᾱ , πλανάωcause to wanderpres part mp fem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πλανώμενα — πλανάω cause to wander pres part mp neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλανωμένας — πλανωμένᾱς , πλανάω cause to wander pres part mp fem acc pl πλανωμένᾱς , πλανάω cause to wander pres part mp fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
погыбѣльныи — (25) пр. 1.Гибельный, смертельный; несущий гибель: подвижнѹю же брань не възбрани… не ѿверго(х) ѡнѣ(х) нѹжноѥ ѡполченьѥ ˫ако погыбѣлноѥ. (ὀλέϑριον) ГА XIV1, 46б; въ всю вселѣнѹю б҃ѹ гнѣвъ пославшю великыи, погыбелныи недѹгъ члвч(с)комѹ родѹ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
πλανώ — πλανῶ, άω, ΝΜΑ 1. περιφέρω κάποιον ή κάτι εδώ κι εκεί 2. μτφ. εκτρέπω κάποιον από την ορθή οδό, δημιουργώ ψευδή αντίληψη, εξαπατώ, ξεγελώ (α. «δε μέ πλανούν τα λόγια σου / και πλιο πικρά ακόμα», Κρυστ. β. «ἆρ ἔστιν; ἆρ οὐκ ἔστιν; ἤ γνώμη πλανᾷ»,… … Dictionary of Greek